Photo Sharing and Video Hosting at Photobucket __________ το ταξίδι συνεχίζεται "ΑΝΑΠΟΔΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ..."

Μετακομιζουμε. Οσον αφορα το παρον ιστολογιο:

Friday, July 27, 2007

when words fail... music speaks

Wednesday, July 25, 2007

Tuesday, July 24, 2007

Έτσι. Ξαφνικά.
Ένα πρωινό Δευτέρας, τα χρώματα εξαφανίστηκαν. Λείπαν από την προηγούμενη, αλλά μου είπαν να μην ανησυχήσω αν δεν περάσει εικοσιτετράωρο. Το πρωί δεν είχαν επιστρέψει.
Κι όχι μόνο τα χρώματα. Κι οι επιλογές μου.
Τα παιδιά μου, τις λέξεις μου, να μην μπορώ να τα μετακινήσω, να τα πάω βόλτα λίγο πιο κεντρικά, να τ’ αφήσω ν’ απλωθούν και να γεμίσουνε το χώρο;
Τα έψαξα, έβαλα τις φωνές, κάλεσα τη Νικολούλη. Τίποτα.
Έτσι ξεκίνησε η μετακόμιση…

ΕΔΩ

Monday, July 23, 2007




Πάρτυ γεννεθλίων:
Έχουμε ήδη μαζευτεί, εξαντλήσει τα θέματα της επικαιρότητας, έχουμε πει τις βλακείες και τις εξυπνάδες μας και φτάνει η στιγμή να κάτσουμε στο τραπέζι. Παραδοσιακά, όχι μπουφές κι ο καθείς μ’ ένα πιάτο στο χέρι. Δυο τραπέζια έχουν ενωθεί για να χωρέσουμε, η κατάσταση θυμίζει λίγο γάμο, αλλά τέλος πάντων.
Και ξεκινάω από το τιμώμενο πρόσωπο, τον εορτάζοντα, ας τον πούμε Στέλιο, και προχωράω εκ δεξιών. Δίπλα του ακριβώς ο φίλος του, ο Αποστόλης, με τον οποίο παίζουν που και που τα Σαββατοκύριακα. Κιθάρα ο πρώτος, μπουζούκι και μπαγλαμά ο δεύτερος. Βεβαίως… το πρόγραμμα είχε και ζωντανή μουσική, αλλά παρακάτω. Αφού φάγαμε πρώτα και καρδαμώσαμε. Συνεχίζω, τηρώντας σειρά καρέκλας, με την κοπέλα του Αποστόλη, την αφεντιά μου, την αδελφή του Στέλιου, εννέα συναδέλφους του (εδώ στρίβουμε τη γωνία-κορυφή των τραπεζιών και περνάμε στην απέναντι παράταξη), την ξαδέλφη του, την γιαγιά, τον παππού, την μαμά, τον μπαμπά και την κοπέλα του τιμωμένου προσώπου.
Τα φαγητά υπέροχα, η ατμόσφαιρα γελαδερή, ο παππούς με πέρασε για κάποια άλλη, ξανασυστηθήκαμε, ψυχικά τραύματα δεν μου άφησε, όλα καλά. Στο απόγειο του καρδαμώματος, κανείς δεν κατάλαβε από που ήρθε η τούρτα γιατί πριν δεν υπήρχε τούρτα στο ψυγείο. Δεν μας εμπόδισε αυτό να την τσακίσουμε. Τσακίσαμε και τα κανταΐφια. Αυτά ξέραμε πως υπήρχαν.
Φτάνει επιτέλους η στιγμή που οι μουσικοί της παρέας πιάνουν τα όργανά τους κι ο μπαμπάς το τραγούδι -πρώτη του συνεργασία μαζί τους- και το κέφι τραβάει την ανηφόρα. Η μαμά κι η μέλλουσα σύζυγος πηγαινοέρχονται συνεχώς, οι υπόλοιποι τραγουδάμε, χορεύουμε, αλλάζουμε θέσεις, σχολιάζουμε, γελάμε, ζητάμε τραγούδια, χειροκροτάμε κλπ. κλπ.
Με την κάθε ευκαιρία κάνει το σχολιάκι του ο μπαμπάς: “Άπαιχτος…”, “Για δες βρε τι κάνει…”, πάντα για τον Αποστόλη, τον φίλο του Στέλιου και ούτε μια φορά για τον ίδιο του το γιο. Ο παππούς μπαίνει κι αυτός στο παιχνίδι -φωνάρα, οφείλω να το παραδεχτώ- και κάπου εκεί ξεκινάνε κι οι κόντρες μεταξύ παππού-μπαμπά για το ποιος δεν έπιασε τον τόνο, ποιο θα είναι το επόμενο τραγούδι, το αν δέχονται παραγγελιές ή όχι κ.α.
Αρχίζω πλέον να καταλαβαίνω περισσότερα πράγματα για το μόνιμο στρεσάρισμα της μαμάς που έφυγε από τον έναν κυρίαρχο -δεν σηκώνω αντίρρηση- άντρα για να βρει έναν πανομοιότυπο, καταλαβαίνω την ένταση του Στέλιου που έχει να κάνει μ’ έναν πατέρα που σκορπίζει απλόχερα απόρριψη και ακόμα και στην “δική του ημέρα”, ψάχνει να βρει κάποιον άλλο να του πλέξει το εγκώμιο για να μην γίνει άμεσα απορριπτικός όπως τον υπόλοιπο καιρό, τη μέλλουσα που τρέχει πανικόβλητη, μιμούμενη τη μαμά, για να κερδίσει μια θέση που έτσι κι αλλιώς την έχει κερδίσει και όχι γιατί τρέχει πανικόβλητη, σκέφτομαι πόσο περίπλοκα καταφέρνουμε να κάνουμε ακόμα και τα πιο απλά πράγματα κι εκνευρίζομαι. Όχι δεν σταμάτησα να περνάω καλά, ούτ’ έγινε κάτι σημαντικό. Μάλλον εισέπραξα ένα κομμάτι της έντασης που πλανιόταν στον αέρα και το αισθάνθηκα σαν μια μικρή μουτζούρα πάνω σ’ έναν υπέροχο πίνακα.
Ήταν όμως τόσο εύκολο να μην υπάρχει…

Friday, July 20, 2007

αναφορά στο χτες


Paul Klee

Μια πολύ γεμάτη μέρα κλείνει με μια νύχτα που μοιάζει ατελείωτη. Γραφειοκρατικές υποχρεώσεις για το κλείσιμο κάποιων μετέωρων εδώ και καιρό εκκρεμοτήτων με οδήγησαν στην γειτονιά που διάνυσα τα πρώτα χρόνια της πορείας μου στον πλανήτη. Εννιά χρόνια απουσίας δεν είναι λίγα, ούτε και πολλά. Δεν μπορώ όμως να χωνέψω ότι μετά από εννιά μόνο χρόνια τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο. Τίποτα απ’ όλα τα γνώριμα δεν ήταν στη θέση του. Μόνο το Δημαρχείο κι αυτό λες και αποτελούσε την εξαίρεση που ερχόταν να επιβεβαιώσει τον προηγούμενο κανόνα. Οι γνώριμες καθημερινές φιγούρες απουσίαζαν επιδεικτικά. Η γωνιακή χασαποταβέρνα τώρα ήταν καφέ-κρεπερί και το απέναντι καφενείο με τα πράσινα τραπέζια τσόχας, τράπεζα. Και παραδίπλα, εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται το μπακάλικο με τα Κρητικά προϊόντα, άλλη τράπεζα. Στο σημείο που ήταν άλλοτε το ψιλικατζίδικο του μπαρμπα-Μήτσου, είχε ανοίξει πρατήριο άρτου (ούτε καν φούρνος) ή μήπως το ψιλικατζίδικο ήταν εκεί που τώρα είναι η Vodafone; Στο καφενείο του Νίκου με τους υπέροχους μεζέδες της κυρα-Ντίνας σήμερα είναι τα γραφεία κάποιας εταιρείας και στο Τουριστικό γραφείο που νοικιάζαμε τα πούλμαν για τις σχολικές εκδρομές και διοργάνωνε και τα “καλοκαιρινά μπάνια”, κι εκεί πάλι τράπεζα.
Όπως φαίνεται όλα συνεχίζουν να αναπτύσσονται ακόμα κι όταν εγώ απουσιάζω... Δεν είναι όμως αυτός ο τόπος που γεννήθηκα, που έζησα, που θυμάμαι. Κι ούτε θέλω να θυμάμαι το νηπιαγωγείο που μ’ έβγαλε απ’ τα στενά όρια της οικογένειας, σαν το σημερινό εμπορικό κέντρο. Από την άλλη, αν εξακολουθούσε να υπάρχει κάποιος απ’ τους δικούς μου αγαπημένους σ’ αυτή την γειτονιά ίσως και να μπορούσα να την συγχωρήσω για τις τόσες αλλαγές που την έκαναν αγνώριστη. Τώρα είναι απλά μια ξένη...

Wednesday, July 18, 2007

μικρές εξερευνήσεις

____________________________
___ Όταν χρειάστηκε να γνωρίσω τον κόσμο πέρα από τον μαντρότοιχο της αυλής μας τα πράγματα δυσκόλεψαν. Και κυρίως εξαιτίας την Μαίρης.
Η Μαίρη ήταν η κόρη της κουμπάρας κι έμενε δυο τετράγωνα απ’ το σπίτι μας, στο δρόμο για το νηπιαγωγείο. Η Μαίρη δεν μου άρεσε γιατί συνέχεια έλεγε πως είναι πιο μεγάλη από μένα και όλοι της έλεγαν να με προσέχει όταν θα πηγαίναμε μαζί στο νηπιαγωγείο. Καθόλου δεν μου άρεσε αυτό, πρώτα γιατί αυτός ο ρόλος ήταν δικός μου -εγώ ήμουν μέχρι τώρα η μεγαλύτερη- και μετά γιατί μπορούσα να τα καταφέρω μια χαρά και μόνη μου. Ποιος τους είπε ότι χρειάζομαι κάποιον να με προσέχει; Όμως όλοι επέμεναν πως πρέπει να γίνουμε φίλες γιατί μέναμε κοντά και θα πηγαίναμε μαζί σχολείο κι η ανταλλαγή επισκέψεων ήταν μάλλον αναγκαστική.
Η Μαίρη είχε κι αυτή μια μικρή αδελφή, χωρίς όμως αδελφό ανάμεσά τους κι όταν ήταν η σειρά μου να πάω στο σπίτι της θέλησε να μου την γνωρίσει.
“Πώς την λένε;”, ρώτησα.
“Λέλα” μου απάντησε, και μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνέλθω…
Πώς μπορεί να έλεγαν έτσι ένα μωρό; Ήταν ένα σοκ για μένα η αποκάλυψη. “Λέλα” λέγανε την κομμώτρια που μας κούρευε και χτένιζε την μητέρα για τις γιορτές. Κάθε φορά που είχε κλείσει ραντεβού για κούρεμα ανακοίνωνε: “Θα πάμε στη Λέλα το απόγευμα.”
Επιστρατεύοντας όλη μου την εμπειρία μου ήταν αδύνατο να καταλάβω αυτό που μόλις ξεστόμισε η Μαίρη… Εμένα κάθε τόσο με ρωτούσαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, πάντα απαντούσα, αλλά ότι μου ερχόταν κάθε φορά. Κι είμαι και μεγάλη, ξεκινάω το σχολείο…
“Καλά και πώς ξέρετε από τώρα ότι θα γίνει κομμώτρια;”, τόλμησα να ρωτήσω κι η Μαίρη παρ’ όλο που ήταν μεγαλύτερη δεν κατάφερε ποτέ να μου εξηγήσει… Ευτυχώς που υπάρχουν οι μαμάδες και μέχρι το βράδυ το μυστήριο είχε διαλευκανθεί.

[Πραγματικό γεγονός με δανεικά ονόματα]
__________________

Tuesday, July 17, 2007

Υφαντόκοσμος

Αρχή δεν υπάρχει…
Τίποτα δεν είναι σταθερό…

Οι εκστάσεις του αργαλειού διαιρούσαν την ύλη της φούγκας σε νήματα, μετά τραβούσαν τα νήματα στον αέρα και τα έδεναν…
…τα νήματα άρχισαν να τινάζονται γύρω του σαν ουράνια τόξα…

Από απόψε, θα υπήρχε μόνο ένας κόσμος και σ’ αυτόν θα ζούσαν και θα ονειρεύονταν- και η Χώρα των Θαυμάτων δεν θα απείχε ποτέ περισσότερο από ένα βήμα , περισσότερο από μια σκέψη…
Γιατί αρχή δεν υπάρχει.
Κι αυτή η ιστορία, μη έχοντας αρχή, δεν θα ’χει ούτε τέλος.

Clive Barker
“Υφαντόκοσμος”

___________________________________________________